- κηρόχαρτο
- τομεμβράνη που αποτελείται από λεπτό φύλλο χαρτιού επαλειμμένο με κηρώδη ουσία και η οποία χρησιμοποιείται ως μήτρα για τον πολλαπλασιασμό αντιγράφων στον πολύγραφο, αφού προηγουμένως γραφεί πάνω της με τα πλήκτρα γραφομηχανής ή χαραχθεί με ειδικό εργαλείο το αντίστοιχο κείμενο, κν. στένσιλ.
Dictionary of Greek. 2013.